- ασάλπικτος
- ἀσάλπικτος, -ον (Α)[σαλπίζω]χωρίς τον ήχο της σάλπιγγας («ὥρα ἀσάλπικτος» — ώρα κατά την οποία δεν ακούγεται ήχος σάλπιγγας).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσάλπικτον — ἀσάλπικτος without sound of trumpet masc/fem acc sg ἀσάλπικτος without sound of trumpet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)